- νεοφασιστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νεοφασισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεοφασιστικός — ή, ό [νεοφασίστας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοφασισμό … Dictionary of Greek